- αλιευτικό
- balıkçılık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βυθοσκόπιο — Αλιευτικό σύνεργο που χρησιμοποιείται για την ευκρινή παρατήρηση του πυθμένα της θάλασσας. Αποτελείται από έναν μεταλλικό κύλινδρο στη μία βάση του με γυάλινη πλάκα. Η βάση, αν βυθιστεί στο νερό έστω και λίγα εκατοστά, καθιστά εύκολη την… … Dictionary of Greek
γριγρί — το αλιευτικό συγκρότημα που αποτελείται από ένα μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος (τρεχαντήρι) και τουλάχιστον ένα δεύτερο βοηθητικό, το οποίο ρυμουλκείται από το πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gir gir] … Dictionary of Greek
διχτυάρης — ρα και ρικη, ρικο 1. ιδιοκτήτης αλιευτικού πλοίου με δίχτυα 2. το αρσ. ως ουσ. ο διχτυάρης ψαράς έμπειρος να ρίχνει τα δίχτυα στους κατάλληλους τόπους 3. το θηλ. ως ουσ. η διχτυάρα και άρικη αλιευτικό πλοίο ανοιχτής θάλασσας 4. το ουδ. ως ουσ. το … Dictionary of Greek
παραγάδι — Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα… … Dictionary of Greek
πετονιά — Ειδικό αλιευτικό νήμα, χοντρό και στερεό, μήκους 20 έως 25 μ., που έχει στην άκρη του ένα ή περισσότερα αγκίστρια. Πετιέται με δύναμη από την παραλία στη θάλασσα και από το άλλο άκρο δένεται στην ξηρά ή κρατιέται με το χέρι. Η π. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
σαγηναίος — αία, ον, Α ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
Αδριατική θάλασσα — Θαλάσσιο τμήμα (περ. 132.000 τ. χλμ.) της Μεσογείου μεταξύ της Ιταλικής χερσονήσου στα Δ και της Βαλκανικής χερσονήσου στα Α. Βρέχει την Ιταλία, τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία και καταλαμβάνει την κοιλότητα μεταξύ δύο… … Dictionary of Greek
Βουλόνη — (Boulogne sur Mer). Πόλη (44.700 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, στις εκβολές του ποταμού Λιαν, στο στενό της Μάγχης, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Πα ντε Καλέ. Είναι χτισμένη στην τοποθεσία του αρχαίου ρωμαϊκού λιμανιού Gesoriacum, που… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek